λιπωματώδης


λιπωματώδης
Προφορά

Ετυμολογία
λιπωματώδης λίπωμα + κατάλ. -ώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιπωματώδης -ης, -ες

✦ αυτός που μοιάζει με λίπωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.