λιποτάκτης


λιποτάκτης
Προφορά

Ετυμολογία
λιποτάκτης μεταγενέστερη ελληνική λιποτάκτης

Ερμηνεία
λιποτάκτης

✦ στρατιώτης που εγκαταλείπει αυθαίρετα τις τάξεις του στρατού
(μτφ. ) ο αποστάτης ιδεολογικού αγώνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.