λιπομάρτυρας


λιπομάρτυρας
Προφορά

Ετυμολογία
λιπομάρτυρας θ. αορ. έλιπον του ρήματος λείπω + μάρτυς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λιπομάρτυρας

✦ μάρτυρας που κλητεύθηκε και δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.