λιποειδής


λιποειδής
Προφορά

Ετυμολογία
λιποειδής λίπος + είδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιποειδής -ής, -ές

✦ όμοιος με λίπος
✦ που περιέχει λίπος
✦ πληθ. ουδ. λιποειδή ως ουσ., ομάδα ουσιών, αδιάλυτων στο νερό που υπάρχουν στα κύτταρα ζώντων οργανισμών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.