λιπαντικός


λιπαντικός
Προφορά

Ετυμολογία
λιπαντικός μεταγενέστερη ελληνική λιπαντικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιπαντικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη λίπανση
✦ πληθ. ουδ. τα λιπαντικά ως ουσ., ουσίες κατάλληλες για λίπανση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.