
λιοντάρι
Προφορά
Ετυμολογία
λιοντάρι μεσαιωνική ελληνική λιοντάρι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λιοντάρι
✦ το δυνατότερο από τα σαρκοβόρα ζώα: σειώντας τα μαλλιά της σα νέο λιοντάρι (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (μτφ. ) άτρομος, γενναίος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–