λινόλαιο


λινόλαιο
Προφορά

Ετυμολογία
λινόλαιο λίνον + έλαιον• μετάφραση του └αγγλ┘όρου linoleum

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λινόλαιο

✦ αδιάβροχο υλικό για επίστρωση δαπέδων που κατασκευάζεται από ύφασμα γιούτας επιχρισμένο μ’ ένα μίγμα από σκόνη φελλού, λινέλαιο, κόμμι και ρετσίνι, ά. μουσαμάς δαπέδου
✦ είδος χαρακτικής, λινόλεουμ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.