λιντσάρω


λιντσάρω
Προφορά

Ετυμολογία
λιντσάρω από το όν. του Αμερικανού δικαστή Ch. Lynch

Ερμηνεία
ρήμα λιντσάρω

✦ εκτελώ εγκληματία ή ένοχο, χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη και κατόπιν συλλογικής (από το πλήθος) απόφασης
✦ ασκώ βία σε κάποιον, προβαίνω σε βίαιες ενέργειες εναντίον κάποιου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.