λινοβάμβακος


λινοβάμβακος
Προφορά

Ετυμολογία
λινοβάμβακος λινός + βάμβαξ, -ακος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λινοβάμβακος -η, -ο

✦ ο υφασμένος με ίνες λιναριού και βαμβακιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.