λιμπιστερός


λιμπιστερός
Προφορά

Ετυμολογία
λιμπιστερός λιμπιστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιμπιστερός -ή, -ό

✦ αυτός τον οποίο λιμπίζεται κάποιος, λαχταριστός, ποθητός: σε λιμπιστερά παλικάρια και σε όμορφα κορίτσια (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.