λιμπίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
λιμπίζομαι μεσαιωνική ελληνική λιμβίζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λιμπίζομαι
✦ ορέγομαι κάτι, επιθυμώ να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι, ιδ. εδώδιμο: λιμπίστηκα τη ζάχαρη
✦ (ιδ.) λαχταρώ ερωτικά: την είχε ιδεί έτσι σβέλτη, ανάερη στο λυγερό της βάδισμα… και τη λιμπίστηκε (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–