λικουρίνος


λικουρίνος
Προφορά

Ετυμολογία
λικουρίνος └ιταλ┘liocorno (marino)• κατά Κοραή από τα αρχαία ελληνικά λευκορρίνιον

Ερμηνεία
λικουρίνος

✦ ο καπνιστός κέφαλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.