λικνιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
λικνιστικός λικνίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λικνιστικός -ή, -ό
✦ που γίνεται με ταλάντευση, με ελαφρή παλινδρομική κίνηση, κουνιστός: λικνιστικό βάδισμα
✦ νανουριστικός: τραγούδι λικνιστικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
λικνιστικά (Κ λικνιστικώς)