λιθώνω
Προφορά
Ετυμολογία
λιθώνω αρχαία ελληνική λιθόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λιθώνω
✦ μεταβάλλω κάτι σε πέτρα
✦ (μτφ. ) κάνω κάποιον να μείνει ακίνητος και άφωνος σαν την πέτρα, απολιθώνω
✦ (αμτβ. μτφ.) μένω ακίνητος και άφωνος, απολιθωμένος: λιθώσαν εκεί χάμω και κοιτάζανε σα χαζοί ο ένας τον άλλο (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–