λιθόχτιστος


λιθόχτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
λιθόχτιστος λίθος + κτίζω

Ερμηνεία
λιθόχτιστος

✦ κ. λιθόχτιστος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτιστος, -ος, -ον) ο χτισμένος με πέτρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.