λιθόστρωτος


λιθόστρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
λιθόστρωτος αρχαία ελληνική λιθόστρωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιθόστρωτος -η, -ο

✦ στρωμένος με πέτρες
✦ το λιθόστρωτο ως ουσ., δρόμος στρωμένος με πλάκες, καλντερίμι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.