λιθοτριψία
Προφορά
Ετυμολογία
λιθοτριψία λίθος + τρίβω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λιθοτριψία
✦ (ιατρ.) ο θρυμματισμός λίθου που έχει σχηματισθεί στο εσωτερικό οργάνου του ουροποιητικού συστήματος, με εξωσωματική μέθοδο και τη βοήθεια συσκευών που εκπέμπουν ηχητικά κύματα κρούσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–