λιθοτριψία


λιθοτριψία
Προφορά

Ετυμολογία
λιθοτριψία λίθος + τρίβω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λιθοτριψία

(ιατρ.) ο θρυμματισμός λίθου που έχει σχηματισθεί στο εσωτερικό οργάνου του ουροποιητικού συστήματος, με εξωσωματική μέθοδο και τη βοήθεια συσκευών που εκπέμπουν ηχητικά κύματα κρούσης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.