λιθογραφία


λιθογραφία
Προφορά

Ετυμολογία
λιθογραφία └γαλλ┘ lithographie

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λιθογραφία

✦ η τέχνη της εκτύπωσης σχεδίων ή κειμένων που χαράχτηκαν σε πέτρινη πλάκα
✦ όφσετ (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.