λιθογλυπτική
Προφορά
Ετυμολογία
λιθογλυπτική └θηλ┘ του επιθέτου λιθογλυπτικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λιθογλυπτική
✦ όρος που χρησιμοποιείται για τη λαϊκή γλυπτική σε λίθο, η οποία περιλαμβάνει λειτουργικά αρχιτεκτονικά ανάγλυφα αλλά και διακοσμητικά έργα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–