λιθάρι


λιθάρι
Προφορά

Ετυμολογία
λιθάρι μεσαιωνική ελληνική λιθάριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λιθάρι

✦ μικρή πέτρα, πετραδάκι
✦ πέτρα: σέρνεις λιθάρια ριζιμιά, λαγκάδι (δημ. τραγ.)
✦ το αγώνισμα της λιθοβολίας: στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι, στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.