λιθάγρα


λιθάγρα
Προφορά

Ετυμολογία
λιθάγρα λίθος + άγρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λιθάγρα

✦ εργαλείο με δύο ή περισσότερους βραχίονες για τη συγκράτηση και ανύψωση ογκωδών λίθων σε λατομεία, λιμενικά έργα κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.