λιγόψυχος


λιγόψυχος
Προφορά

Ετυμολογία
λιγόψυχος μεταγενέστερη ελληνική ὀλιγόψυχος

Ερμηνεία
λιγόψυχος

✦ κ. λιγόψυχος, -η, -ο επίθ. (Κ ολιγόψυχος, -ος, -ον) δειλός, μικρόψυχος

Συνώνυμα

Αντίθετα
μεγαλόψυχος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.