λιγόχρονος


λιγόχρονος
Προφορά

Ετυμολογία
λιγόχρονος μεταγενέστερη ελληνική ὀλιγόχρονος

Ερμηνεία
λιγόχρονος

✦ κ. λιγόχρονος, -η, -ο επίθ. (Κ ολιγόχρονος, -ος, -ον) ο μικρής διάρκειας, ολιγοχρόνιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.