λιγόπιστος


λιγόπιστος
Προφορά

Ετυμολογία
λιγόπιστος μεταγενέστερη ελληνική ὀλιγόπιστος

Ερμηνεία
λιγόπιστος

✦ κ. λιγόπιστος, -η, -ο επίθ. (Κ ολιγόπιστος, -ος, -ον) δύσπιστος, που έχει λίγη πίστη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ολιγοπίστως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.