λιγόλογος
Προφορά
Ετυμολογία
λιγόλογος ολίγος + λόγος
Ερμηνεία
λιγόλογος
✦ κ. λιγόλογος, -η, -ο επίθ. (Κ ολιγόλογος, -η, -ον) που λέει λίγα λόγια
✦ που διατυπώνεται με συντομία: ολιγόλογη ανακοίνωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πολυλογάς, φλύαρος
Επιρρήματα
–