λιγόλεπτος
Προφορά
Ετυμολογία
λιγόλεπτος ολίγος + λεπτόν
Ερμηνεία
λιγόλεπτος
✦ κ. λιγόλεπτος, -η, -ο επίθ. (Κ ολιγόλεπτος, -ος, -ον) που διαρκεί λίγα λεπτά της ώρας: ολιγόλεπτη αναμονή – σιωπή – λιγόλεπτο διάλειμμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–