λιγούρης


λιγούρης
Προφορά

Ετυμολογία
λιγούρης λιγούρα

Ερμηνεία
λιγούρης

✦ -ισσα, -ικο επίθ. ο πειναλέος, που λιμπίζεται συνεχώς ξένα πράγματα και ιδ. φαγητό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.