λιγουρεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
λιγουρεύομαι λιγούρα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λιγουρεύομαι
✦ νιώθω αναγούλα
✦ ζαλίζομαι από πείνα
✦ (μτβ.) λαχταρώ, ορέγομαι: πρώτη φορά λιγουρευόταν τόσο το κρίθινο ψωμί (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–