λιγοστεύω
Προφορά
Ετυμολογία
λιγοστεύω λιγοστός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λιγοστεύω
✦ ελαττώνω, περιορίζω: παραπάχυνες· να λιγοστέψεις το φαΐ
✦ (αμτβ.) ελαττώνομαι, περιορίζομαι σε αριθμό, ποσότητα: όλο και λιγοστεύουν οι φίλοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πληθαίνω
Επιρρήματα
–