λιγοσέλιδος


λιγοσέλιδος
Προφορά

Ετυμολογία
λιγοσέλιδος ολίγος + σελίς

Ερμηνεία
λιγοσέλιδος

✦ κ. λιγοσέλιδος, -η, -ο επίθ. (Κ ολιγοσέλιδος, -ος, -ον) που έχει λίγες σελίδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.