λιγνεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply λιγνεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/λιγνεύω.mp3Ετυμολογίαλιγνεύω λιγνός Ερμηνεία└ρήμα┘ λιγνεύω ✦ κάνω κάτι λιγνό, το λεπταίνω ✦ (αμτβ.) γίνομαι λιγνός, αδυνατίζω: το πρόσωπό του είχε λιγνέψει (Β. Μοσκόβης) Συνώνυμα–ΑντίθεταχοντραίνωΕπιρρήματα–