λιγδιάρικος


λιγδιάρικος
Προφορά

Ετυμολογία
λιγδιάρικος λίγδα

Ερμηνεία
λιγδιάρικος

✦ -α, -ικο κ. λιγδιάρικος, -η, -ο επίθ. που έχει λίγδες, ρυπαρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.