λιγάκι


λιγάκι
Προφορά

Ετυμολογία
λιγάκι λίγος

Ερμηνεία
επίρρημα λιγάκι

✦ πολύ λίγο, σε μικρή ποσότητα
✦ κάπως: φαινόταν λιγάκι κουρασμένος
✦ φρ. σε λιγάκι, μέσα σε λίγο χρόνο – κάθε λίγο και λιγάκι, πολύ συχνά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.