λιβυκός


λιβυκός
Προφορά

Ετυμολογία
λιβυκός αρχαία ελληνική Λιβυκός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιβυκός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη Λιβύη ή ο προερχόμενος απ’ αυτήν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.