λιβαδότοπος


λιβαδότοπος
Προφορά

Ετυμολογία
λιβαδότοπος λιβάδι + τόπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λιβαδότοπος

✦ τόπος γεμάτος λιβάδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.