λιβάδι


λιβάδι
Προφορά

Ετυμολογία
λιβάδι μεσαιωνική ελληνική λιβάδιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λιβάδι

✦ έκταση γης σκεπασμένη με χλόη για βοσκή: μαζώξαν τα κοπάδια τους απ’ τα λιβάδια (Λ. Πορφύρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.