λιαστός


λιαστός
Προφορά

Ετυμολογία
λιαστός λιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιαστός -ή, -ό

✦ ο αποξεραμένος στον ήλιο: κρασί λιαστό (από σταφύλια που εκτέθηκαν στον ήλιο)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.