λημέρι


λημέρι
Προφορά

Ετυμολογία
λημέρι ρ. ολημερίζω (= περνώ όλη τη μέρα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λημέρι

✦ καταφύγιο κλεφτών, αρματολών (επί τουρκοκρατίας) ή ληστών: κι οι κλέφτες μάς αγνάντευαν από ψηλά λημέρια (δημ. τραγ.)
✦ φωλιά άγριων θηρίων
✦ πληθ. λημέρια, τόπος όπου συχνάζει κάποιος: τον ξαναείδαμε, μετά από καιρό, στα παλιά λημέρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.