ληθαργώ
Προφορά
Ετυμολογία
ληθαργώ αρχαία ελληνική ληθαργῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ληθαργώ -είς, -εί
✦ βρίσκομαι σε κατάσταση αδράνειας, αδρανώ: (τα μέτρα) αποβλέπουν να αφυπνίσουν σχολικές συνήθειες και θεσμούς, που είτε ληθαργούσαν, είτε εφαρμόζονταν ελλιπώς και αδιαφόρως (Τα Νέα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–