λεύκωμα


λεύκωμα
Προφορά

Ετυμολογία
λεύκωμα αρχαία ελληνική λεύκωμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λεύκωμα

✦ τετράδιο όπου οι φίλοι του κατόχου γράφουν ποιήματα, σκέψεις κτλ. για ανάμνηση
✦ συλλογή σε τετράδιο ή βιβλίο εικόνων, φωτογραφιών, γραμματοσήμων κτλ., άλμπουμ
✦ το ασπράδι του αβγού
✦ οργανική αζωτούχα ουσία που αποτελεί συστατικό των κυττάρων
✦ λευκόφαιη κηλίδα στο μάτι |(ιατρ.) λευκωματουρία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.