λεύκη


λεύκη
Προφορά

Ετυμολογία
λεύκη αρχαία ελληνική λεύκη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λεύκη

✦ η λεύκα
✦ μορφή δερματοπάθειας που εκδηλώνεται με εκτεταμένες λευκές κηλίδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.