λεύκανση
Προφορά
Ετυμολογία
λεύκανση αρχαία ελληνική λεύκανσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λεύκανση
✦ άσπρισμα
✦ (χημ.) το σύνολο των μεθόδων και κατεργασιών που εφαρμόζονται στα προϊόντα χαρτοποιίας και κλωστοϋφαντουργίας για τον αποχρωματισμό τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–