λεωφορειόδρομος
Προφορά
Ετυμολογία
λεωφορειόδρομος λεωφορείο + δρόμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λεωφορειόδρομος
✦ ειδική λωρίδα κυκλοφορίας για τα μέσα μεταφοράς των αστικών συγκοινωνιών (αστικά λεωφορεία, τρόλεϊ κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–