λεφτοκαριά
Προφορά
Ετυμολογία
λεφτοκαριά λεπτοκαρύα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λεφτοκαριά
✦ λεπτοκαρύα, φουντουκιά: λεφτοκαριάν εφύτεψα στης φυλακής την πόρτα και λεφτοκάριν έφαγα και λευτεριά δεν είδα (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–