λεφούσι
Προφορά
Ετυμολογία
λεφούσι – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λεφούσι
✦ πυκνό πλήθος στρατιωτών: λεφούσι οι Τούρκοι λιποτάχτες (Διδώ Σωτηρίου) – οι αντάρτες που θ’ αποδέχουνταν το τούρκικο λεφούσι ήτανε λίγοι (Π. Πρεβελάκης)
✦ η λ. για να δηλώσει γεν. πυκνό πλήθος: λεφούσι οι μύγες το καλοκαίρι – λεφούσι από δράκους και δαιμόνους (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–