λευκορροϊκός


λευκορροϊκός
Προφορά

Ετυμολογία
λευκορροϊκός λευκόρροια

Ερμηνεία
επίθετο┘ λευκορροϊκός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στη λευκόρροια: λευκορροϊκά συμπτώματα
✦ που πάσχει από λευκόρροια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.