λευκοπλάστης
Προφορά
Ετυμολογία
λευκοπλάστης εμπορ. επων.• └αγγλ┘leucoplast
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λευκοπλάστης
✦ είδος έμπλαστρου από υφασμάτινη ταινία αλειμμένη με συγκολλητική ύλη κατά τη μία επιφάνεια για συγκράτηση επιδέσμων στο δέρμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–