λευκοπενία


λευκοπενία
Προφορά

Ετυμολογία
λευκοπενία λευκός + πενία• από το └αγγλ┘leucopenia

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λευκοπενία

(ιατρ.) παθολογική μείωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.