λευκοντυμένος


λευκοντυμένος
Προφορά

Ετυμολογία
λευκοντυμένος λευκός + ντυμένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λευκοντυμένος -η, -ο

✦ αυτός που φοράει λευκά ενδύματα: μιλούν για το λευκοντυμένο έφηβο που κρατάει το σταυρό (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.