λευκαρίτικος


λευκαρίτικος
Προφορά

Ετυμολογία
λευκαρίτικος Λεύκαρα, όν. πόλης της Κύπρου

Ερμηνεία
επίθετο┘ λευκαρίτικος -η, -ο

✦ πληθ. ουδ. λευκαρίτικα ως ουσ., (λαογρ.) παραδοσιακά κεντήματα που γίνονται στα Λεύκαρα της Κύπρου, χαρακτηριστικά της λαϊκής κεντητικής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.